Εκδήλωση του Δημοκρατικού Κόμματος για την μαύρη επέτειο της παράνομης ανακήρυξης του ψευδοκράτους
Εκδήλωση με αφορμή την μαύρη επέτειο της παράνομης ανακήρυξης του ψευδοκράτους, διοργάνωσε το Δημοκρατικό Κόμμα.
Παρατίθεται αυτούσια η ομιλία του Πρόεδρου του Δημοκρατικού Κόμματος, Νικόλα Παπαδόπουλου.
H κακοπιστία της τουρκικής πολιτικής, πουθενά δεν καταδεικνύονται περισσότερο, απ’ όσο στις διεργασίες που προηγήθηκαν της μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους.
Το ιστορικό που οδήγησε στην ανακήρυξη είναι, όχι απλώς ενδεικτικό, αλλά αποδεικτικό αυτής της δολιότητας και κακοπιστίας, στην οποία ξένοι, αλλά δυστυχώς και ντόπιοι καλοθελητές, μας καλούν να στηριχθούμε και να στηρίξουμε μια συμφωνία λύσης.
Από το 1956, η Τουρκία, σχεδίασε και με θρησκευτική προσήλωση ακολούθησε και υλοποίησε, τη διαμελιστική πολιτική της για την Κύπρο.
Μια από τις βασικές πρόνοιες, που περιείχαν οι Εκθέσεις του Τούρκου συνταγματολόγου Νιχάτ Ερίμ για την Κύπρο, ήταν η επεξεργασία ενός σχεδίου αυτοκυβέρνησης ή ανεξαρτησίας, για τους Τουρκοκυπρίους.
Βασικοί πυλώνες του σχεδίου ήταν η καταρχήν αναγνώριση των Τουρκοκυπρίων σαν κοινότητα, η μετακίνηση του πληθυσμού και η συγκέντρωση του τουρκοκυπριακού πληθυσμού σε δική του εδαφική περιοχή.
Με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, από μειοψηφία οι Τουρκοκύπριοι έγιναν “κοινότητα” – τώρα ζητούν να αναγνωριστούν ως “λαός”!
Με αφορμή την ανταρσία του Δεκεμβρίου 1963, δημιουργήθηκε μια μικρή αμιγής τουρκο-κυπριακή περιοχή, στην οποία συγκεντρώθηκαν, εκόντες – άκοντες, πολλοί Τουρκοκύπριοι.
Μια περιοχή, που μετά την τουρκική εισβολή του 1974, περιέλαβε βίαια το 37% του κυπριακού εδάφους και στην οποία εξαναγκάσθηκε να εγκατασταθεί το σύνολο σχεδόν του τουρκοκυπριακού πληθυσμού.
Στη συνέχεια, ο αριθμός αυτός υπερδιπλασιάσθηκε με τους έποικους, που κουβάλησε η Τουρκία από την ενδοχώρα της.
Οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους τέθηκαν σε εφαρμογή· έμενε μόνο η εξεύρεση της αφορμής για την ανακήρυξή της.
Ήδη, από το Καλοκαίρι του 1983, Τουρκία και τουρκοκυπριακή ηγεσία προετοίμασαν την ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα κατευθυνόμενα από τον Ντενκτάς ιδρύματα, οργανώσεις και σύνδεσμοι άρχισαν να προβαίνουν σε δυναμικές εκδηλώσεις και να καλούν σε μονομερή ανακήρυξη «τουρκοκυπριακού κράτους».
Τον Μάιο του 1983, η Γενική Συνέλευση των Η.Ε. εξέδωσε Ψήφισμα που δικαίωνε την ελληνοκυπριακή πλευρά και ζητούσε «την άμεση αποχώρηση των ξένων δυνάμεων κατοχής από την Κυπριακή Δημοκρατία».
Το ψήφισμα εξόργισε την Τουρκία, ο δε Ντενκτάς φεύγοντας από τη Νέα Υόρκη δήλωσε: «Εγώ θα πάω στην Κύπρο για να ανακηρύξω κράτος».
Ο Γ.Γ. των Η.Ε., Πέρεζ ντε Κουεγιάρ, στην προσπάθειά του να παρεμποδίσει την ανακήρυξη κράτους, υπέβαλε στις 8 Αυγούστου 1983 προτάσεις, τους γνωστούς «Δείκτες Κουεγιάρ», και ζήτησε από τα 2 μέρη τα σχόλιά τους και απάντηση μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά παρέδωσε γραπτή απάντηση, την οποία ο ντε Κουεγιάρ χαρακτήρισε εποικοδομητική.
Ο Ντενκτάς, αφού άφησε να περάσουν οι προθεσμίες, συνάντησε την 1η Οκτωβρίου τον Γενικό Γραμματέα των Η.Ε. και απέρριψε τους «Δείκτες».
Φεύγει από την Νέα Υόρκη και στις 15 Νοεμβρίου λαμβάνει επιστολή του Γ.Γ., με την οποία τον καλεί σε συνάντηση με τον Πρόεδρο Κυπριανού – ο οποίος αποδέχτηκε την πρόσκληση.
Αντί απαντήσεως, ο Ντενκτάς ανακηρύσσει το λεγόμενο «κράτος» του, προβάλλοντας σαν δικαιολογία της αποσχιστικής ενέργειάς του, ότι …οι Ελληνοκύπριοι δεν δέχτηκαν τους «Δείκτες»!
Αυτή είναι η πάγια και προσφιλής τακτική της τουρκικής διπλωματίας και πολιτικής, σταθερό στοιχείο της οποίας είναι η κακοπιστία και η μετάθεση ευθυνών και ενοχών.
Η μονομερής ανακήρυξη ανεξαρτησίας εκ μέρους της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, δεν έγινε δεκτή από τη διεθνή κοινότητα, η οποία συνέχισε να αναγνωρίζει μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία και την Κυβέρνησή της, ως την νόμιμη αρχή που την εκπροσωπεί.
Η ανατροπή αυτού του γεγονότος, δηλαδή της από-αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσε έκτοτε τη βασική επιδίωξη της τουρκικής διπλωματίας και πολιτικής, η οποία ευθύς εξαρχής πάσχιζε να οδηγήσει σε διάλυση το αναγνωρισμένο κυπριακό κράτος.
Η τουρκοανταρσία του 1963 αυτό τον στόχο είχε, εξ ου και το πρώτο μέλημα της τουρκοκυπριακής ηγεσίας ήταν να αποσύρει όλους τους Τουρκοκύπριους πολιτειακούς αξιωματούχους της, καθώς και τους Τουρκοκύπριους δημόσιους υπαλλήλους, αναμένοντας ότι έτσι θα κατέρρεε η πολιτειακή δομή και η κρατική μηχανή.
Όμως, η Κυπριακή Δημοκρατία επιβίωσε.
Όπως επιβίωσε και με το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε το 1974, με τη βάρβαρη εισβολή της, την κατοχή που ακολούθησε και τις ακρότητες στις οποίες υπέβαλε τον κατεχόμενο κυπριακό Ελληνισμό.
Αν υπάρχει ένα δεδομένο στο Κυπριακό, είναι η αποτυχία της Τουρκίας να διαλύσει την Κυπριακή Δημοκρατία, παρά τις προσπάθειες που για δεκαετίες καταβάλλει.
Το 2004, επίσης, το κράτος μας κινδύνευσε από ένα κακό, κάκιστο σχέδιο, που έφερε σαν τίτλο το όνομα του τότε Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν.
Η υποσυνείδητη, περί του ορθού, αίσθηση του κυπριακού Ελληνισμού, μαζί με το σθένος του να αντισταθεί στις παντοειδείς πιέσεις και εκβιασμούς των ισχυρών της γης, απέτρεψε τον κίνδυνο, ο οποίος εκ των υστέρων έγινε πιο εμφανής και διακριτός.
Η Κυπριακή Δημοκρατία σώθηκε.
Όχι μόνο δεν κατέρρευσε και δεν μεταβλήθηκε σε κοινότητα, αλλά κατέστη ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά τις τουρκικές απειλές για «χωρίς όρια αντίδραση», που εκτοξεύονταν στο ενδεχόμενο αυτό.
Η τελευταία προσπάθεια της Τουρκίας για να απαλλαγεί από την Κυπριακή Δημοκρατία, ήταν να την κηρύξει …«εκλιπούσα»!
Το κράτος μας, όμως, παραμένει ζωντανό και διεθνώς αναγνωρισμένο.
Τίποτε και κανένας δεν μπορεί να διαλύσει το κράτος μας, την Κυπριακή Δημοκρατία. Μόνο εμείς οι ίδιοι, με μια πράξη αυτοχειρίας…
Μόνο εμείς μπορούμε να διαλύσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία· κι αυτό θα το κάνουμε αν θέσουμε την υπογραφή μας σε λύση που προνοεί παρθενογένεση, δηλαδή τη δημιουργία ενός νέου κράτους.
Ούτε κανένας μπορεί να δώσει αναγνώριση στο παράνομο κράτος των κατεχομένων. Μόνο εμείς μπορούμε να οδηγήσουμε στην αναγνώρισή του, αμέσως ή εμμέσως.
Και, δυστυχώς, τα τελευταία 10 χρόνια πορευόμαστε σε επικίνδυνες ατραπούς, που υποβοηθούν τόσο τις προσπάθειες της Τουρκίας για αποαναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και για διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους και των παράνομων εκπροσώπων του.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να αντιληφθεί κάποιος, ότι η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται για λύση του Κυπριακού.
Ενδιαφέρεται να επιβάλει τους όρους της.
Διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και έχει καταστήσει σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές ότι δεν προτίθεται να κάνει υποχωρήσεις.
Μόλις 24 ώρες μετά την άδοξη κατάληξη της Πενταμερούς, ο κ. Ερντογάν δήλωνε υπεροπτικά: «Εμείς θα είμαστε για πάντα στην Κύπρο.»
«Μην περιμένετε να μην υπάρχουν εγγυήσεις της Τουρκίας. Δεν τίθεται θέμα να αποχωρήσει ο τουρκικός στρατός από την Κύπρο».
Δυστυχώς, ενόσω η πλευρά μας δεν προβάλλει ικανές και πειστικές αντιστάσεις προς αυτή την τουρκική πολιτική υπεροψία, οι ξένοι επίσημοι και ανεπίσημοι διαμεσολαβητές είναι φυσικό να εκλαμβάνουν ως ρεαλιστικό δεδομένο, ότι οι μόνες προτάσεις και τα μόνα σχέδια λύσης που δύναται να γίνουν αποδεκτά, είναι αυτά που συνάδουν με τις τουρκικές θέσεις.
Αυτή η εντύπωση, που δημιουργήθηκε διεθνώς, ότι μόνο με την ικανοποίηση των τουρκικών όρων θα εξευρεθεί λύση, πρέπει να εκλείψει· όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό.
Η προβαλλόμενη πρόφαση, ότι… «μα αυτό δεν θα το δεχτεί η Τουρκία», εκτός από εξευτελιστικό είναι και αντιπαραγωγικό.
Ότι οφείλει να πράξει η ελληνοκυπριακή πλευρά, είναι αποφασιστικά και πειστικά να μεταφέρει διεθνώς τη θέση, ότι μόνο ένα κράτος κανονικό, ένα κράτος σύγχρονο, χωρίς βαρίδια, εξαρτήσεις και άνωθεν εποπτείες και εγγυήσεις, ότι μόνο ένα κράτος δικαίου,
όπου θα ισχύουν και θα κατοχυρώνονται όλες οι παγκόσμια αποδεκτές αρχές και αξίες, είναι δυνατόν να αποτελέσει τη βάση και το περιεχόμενο της λύσης που θα συμφωνηθεί.
Είναι κάποιοι που χαρακτηρίζουν τις θέσεις αυτές «μαξιμαλιστικές» και «μη ρεαλιστικές» και γι’ αυτό μας θεωρούν υπαίτιους της μη λύσης.
Είναι οι ίδιοι που και σήμερα ακόμα ισχυρίζονται, ότι για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους φταίει η πλευρά μας.
Είναι όσοι ερμηνεύουν κάθε πολιτική αντίστασης κατά του εκτουρκισμού μας σαν… «παρελκυστική»!
Είναι οι οπαδοί της “όποιας λύσης”, αυτοί που είναι έτοιμοι να αποδεχτούν μια λύση, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της.
Εμείς διαφωνούμε κάθετα με αυτή την άποψη.
Δεν υποτιμούμε τους κινδύνους από την παράταση της εκκρεμότητας στο Κυπριακό, πιστεύουμε όμως, πως οι κίνδυνοι από μια κακή λύση είναι πολύ πιο μεγάλοι και – όπερ το χειρότερο – είναι μη αναστρέψιμοι.
Μια κακή λύση, είναι προβλέψιμα βέβαιο πως θα καταρρεύσει και δεν θα είναι πια δυνατή η επιστροφή στην προ της λύσης κατάσταση.
Και το αποτέλεσμα της κατάρρευσης θα είναι ο οριστικός διαμελισμός και η συν τω χρόνω καθυπόταξη μας στην Τουρκία.
Φίλες και φίλοι,
Η τουρκική αδιαλλαξία είναι το βασικό εμπόδιο στην εξεύρεση λύσης.
Και το ψευδοκράτος, την θλιβερή επέτειο του οποίου σήμερα μνημονεύουμε, αποτελεί το ύστατο προϊόν αυτής της δολιότητας.
Δεν είναι τυχαίο, πως βασικός στόχος της Τουρκίας, είναι η ασπίδα προστασίας του λαού μας που λέγεται, Κυπριακή Δημοκρατία.
Απορούμε λοιπόν, πως μας προέκυψε εσχάτως και η θεωρία και πρόταση για την «χαλαρή» ή «αποκεντρωμένη ομοσπονδία».
Σημειώνουμε κάτι θετικό σε αυτή την εξέλιξη.
Ακόμη και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραδέχθηκε πρόσφατα πως η πολιτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια έχει αποτύχει.
Σε αυτή τη διάγνωση συμφωνούμε.
Διαφωνούμε όμως με τη θεραπεία.
Ο ασαφής και αόριστος τίτλος της «αποκεντρωμένης ομοσπονδίας», δεν επιλύει τα προβλήματα ουσίας σε ότι αφορά την δυσλειτουργία του κράτους.
Ούτε και εξαλείφει την απαίτηση της τούρκικης πλευράς για ΒΕΤΟ σε κάθε απόφαση.
Όσες αρμοδιότητες και να παραμείνουν στην «χαλαρή» ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η τούρκική απαίτηση για ΒΕΤΟ σε όλα θα παραμένει.
Επίσης, η απαίτηση για την εξίσωση της ιεραρχίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, με τις δυο πολιτείες, εξακολουθεί να παραμένει.
Ακόμη χειρότερα, κινδυνεύουμε, η λεγόμενη «χαλαρή» ή «αποκεντρωμένη ομοσπονδία» να λειτουργήσει σαν μανδύας για την έναρξη συζήτησης μίας συνομοσπονδιακής λύση, ή, μιας λύσης δυο κρατών.
Εμείς απορρίπτουμε κατηγορηματικά και την συνομοσπονδία και τη λύση των δύο κρατών.
Αυτή εξάλλου η διευθέτηση ήταν διαχρονικά η επιδίωξη των Τούρκων.
Ιδιαίτερα μία «συνομοσπονδιακή» διευθέτηση, θα δώσει στην Τουρκία τα καλά και των δυο κόσμων – και κράτος στο Βορρά – και δικαίωμα παρέμβασης στο Νότο.
Ή αλλιώς, η Τουρκία θα καταστεί «αφέντης στο Βορρά και ισότιμος συνέταιρος στο Νότο», όπως έλεγε κάποτε ο Τάσσος Παπαδόπουλος.
Αντίθετα, βασικός στόχος της λύσης που επιδιώκουμε είναι να απαλλαγούμε, από το θανάσιμο εναγκαλισμό της Τουρκίας.
Η λύση του κυπριακού δεν πρέπει να νομιμοποιεί τον παρεμβατικό ρόλο στην Άγκυρα – είτε με στρατό, είτε με εγγυήσεις, είτε με επεμβατικά δικαιώματα, είτε με έποικους, είτε με ΒΕΤΟ.
Σίγουρα το κράτος μας πρέπει να είναι «κανονικό κράτος», αλλά και πάνω απ’ όλα, το κράτος μας πρέπει να είναι «Κράτος Κυπρίων».
Δεν πρέπει να απαλλαγούμε από την κατοχή για να την αντικαταστήσουμε με την τουρκική εποπτεία.
Η λειτουργικότητα και βιωσιμότητα του κράτους είναι απόλυτα συνυφασμένη με το ρόλο της Τουρκίας.
Καθώς είναι ο κίνδυνος της παράλυσης του κράτους που θα φέρει την διάλυση μέσω μιας τουρκικής παρέμβασης.
Μόνο μα ένα λειτουργικό και βιώσιμο το κράτος, ο ρόλος της Τουρκίας μπορεί να αποκλεισθεί παντελώς.
Ως ΔΗΚΟ θεωρούμε ότι η ομοσπονδία είναι η ύστατη υποχώρησή μας.
Και μέσω μιας διεκδικητικής διαπραγμάτευσης, η ομοσπονδιακή ρύθμιση μπορεί να αποκτήσει ένα σωστό περιεχόμενο που να την καθιστά λειτουργική και βιώσιμη.
Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από έναν διεκδικητικό ρεαλισμό.
Αξιοποιώντας τις διεθνείς συμμαχίες που μπορούν αν μας προσφέρουν τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ.
Αναβαθμίζοντας, τη γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου.
Προσφέροντας κίνητρα στους συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριους, για να εργαστούν για μια λύση κυπριακών προδιαγραφών, για μια λύση συνέχισης και μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αξιοποιώντας, την ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να διεκδικήσουμε μια ορθή λύση.
Μόνο, με μια λειτουργική και βιώσιμη λύση θα μπορέσουμε, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να ζήσουμε και να ευημερήσουμε, με ειρήνη και ασφάλεια, πάνω σε αυτό το νησί.
Σε όλους εμάς, εναπόκειται να συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι αυτή, την τελική δικαίωση.
Ο Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μιχάλης Κοντός, στη δική του ομιλία, ανάμεσα σε άλλα, είπε τα εξής:
«Ο θεσμός της διεθνούς αναγνώρισης είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ύπαρξη του σύγχρονου κράτους και με το καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας. Η αναγνώριση και η κυριαρχία αποτελούν τους δύο βασικότερους πυλώνες της σύγχρονης διεθνούς τάξης, επί των οποίων εδράζονται οι αξίες της διεθνούς κοινωνίας και οικοδομούνται οι κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η αναγνώριση είναι συνυφασμένη με τη νομιμότητα κατά τη συγκρότηση του κράτους, οι οποία αποτελεί ένα εκ των συμπληρωματικών συστατικών στοιχείων του κράτους. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει συγκροτημένο δίκαιο της διεθνούς αναγνώρισης, η διεθνής κοινότητα ωθεί τα κράτη όπως μη αναγνωρίζουν οντότητες οι οποίες, κατά τη συγκρότησή τους, δεν πληρούσαν την προϋπόθεση της νομιμότητας. Η περίπτωση της ανακήρυξης του ψευδοκράτους στις κατεχόμενες από την Τουρκία περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελεί μία τέτοια περίπτωση, ίσως την πιο χαρακτηριστική στον μεταπολεμικό κόσμο. Η μη αναγνώρισή του από τη διεθνή κοινότητα είναι το απότοκο της έκδηλης παρανομίας κατά τη συγκρότησή του, δηλαδή της παράνομης κατά τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ χρήσης βίας από την Τουρκία εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η μελέτη της περίπτωσης του ψευδοκράτους μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς πολιτικής, κυρίως όμως η μελέτη των λόγων για τους οποίους η διεθνής κοινότητα τήρησε την στάση που τήρησε, αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της σημασίας του διεθνούς δικαίου στα πλαίσια της διεθνούς κοινωνίας. Σε ένα κόσμο τον οποίο οι πιο απαισιόδοξοι παρατηρητές χαρακτηρίζουν ως ‘‘ζούγκλα’’, όπου ο ισχυρός επιβάλλει και ο αδύναμος υποχωρεί, το διεθνές δίκαιο είναι δυνατό να αποτελέσει εργαλείο για τα μικρά κράτη, νοουμένου ότι αυτά το αντιλαμβάνονται όχι ως ένα στοιχείο ύπαρξης ‘‘διεθνούς δικαιοσύνης’’, αλλά ως ένα συντελεστή ισχύος που, με την κατάλληλη διαχείριση, δύναται να υποστηρίξει τους στόχους τους έναντι των πιο ισχυρών.
Γραφείο Τύπου
20 Νοεμβρίου 2018